- τετρακέφαλον
- τετρακέφαλοςfour-headedmasc/fem acc sgτετρακέφαλοςfour-headedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετρακέφαλος — η, ο / τετρακέφαλος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τέσσερα κεφάλια ή τέσσερεις κεφαλές («τετρακέφαλον δίκην ὕδρας», Νείλ.) νεοελλ. φρ. «τετρακέφαλος μηριαίος» ανατ. ο μεγάλος μυς που περιβάλλει το μηριαίο οστό και σχηματίζει το ανάγλυφο τής πρόσθιας… … Dictionary of Greek